Η νοημοσύνη, η ικανότητα δηλαδή να χρησιμοποιούμε την λογική για να μάθουμε, να ανταπεξέλθουμε σε νέες καταστάσεις και προκλήσεις είναι από τις βασικότερες διαφορές μας από τις υπόλοιπες μορφές ζωής.
Γνωρίζουμε πλέον ότι η ικανότητα αυτή διαφέρει αλλά και διαβαθμίζεται από άτομο σε άτομο με συγκεκριμένα κριτήρια, βάση ορισμένων τεστ νοημοσύνης. Πολύ συχνά γονείς, εκπαιδευτικοί αλλά και θεραπευτές παρατηρούν δυσκολίες των παιδιών στον συγκεκριμένο τομέα (π.χ στις γνωστικές ικανότητες, την αυτοεξυπηρέτηση, τις κοινωνικές δεξιότητες κ.α) και μια επαρκής αξιολόγηση θα μπορούσε να βοηθήσει στην καταλληλότερη για το παιδί παρέμβαση.
Ο πιο συνήθης τρόπος διάγνωσης της νοητικής υστέρησης στα παιδιά είναι η μέτρηση του λεγόμενου “Δείκτη Νοημοσύνης”. Ο δείκτης αυτός αποτελεί ένα σκορ (αποτέλεσμα) με το οποίο μετράται η νοημοσύνη. Γενικότερα, είναι κοινώς αποδεκτό ότι σκορ μικρότερα από 70 πόντους σε ένα τεστ νοημοσύνης αποτελεί ένδειξη νοητικής υστέρησης.
Έχοντας λοιπόν απέναντι μας ένα παιδί, ίσως και ενήλικα, με αυτή την ιδιαιτερότητα, αυτομάτως γνωρίζουμε ότι χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο και διαφορετικό τρόπο για να το βοηθήσουμε να κατακτήσει νέες πληροφορίες και γνώσεις.
Ο ρόλος του λογοθεραπευτή στην διαταραχή αυτή είναι να βελτιώσει την αντίληψη του παιδιού, να βοηθήσει στον εμπλουτισμό του γνωστικού και εκφραστικού λεξιλογίου αλλά και να γνωστοποιήσει κοινωνικές και πραγματολογικές συμπεριφορές αποδεκτές για το σύνολο.
Απώτερος σκοπός όλων των ατόμων που θα εμπλακούν με ένα παιδί με χαμηλό νοητικό δείκτη είναι να εξελίξουν όσο μπορούν τις δυνατότητες του, για να αυτονομηθεί και να μπορέσει να ανταπεξέλθει σε ένα οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον.